φούμαρα

φούμαρα
[фумара] ουσ. о. κληθ. пышность, напыщенность, высокопарность,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φούμαρα" в других словарях:

  • φούμαρα — τα καπνοί της φαντασίας, φαντασιοκοπήματα, μεγάλα λόγια, ιδέες ή λόγια ή πράξεις ξιπασμένου ανθρώπου: Μεγαλοπιάνεται και λέει φούμαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούμαρα — τα, Ν [φουμάρω] φαντασιοκοπίες, ψευτιές, ανόητες καυχησιολογίες …   Dictionary of Greek

  • φουμάρω — φουμάρω, φούμαρα και φουμάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουμάρω — και φουμέρνω φουμάρισα και φούμαρα, φουμαρισμένος (λ. ιταλ.), καπνίζω τσιγάρο, πούρο, ναργιλέ κτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»